αφράλα
Смотреть что такое "αφράλα" в других словарях:
αφράλα — η το αλάτι που απομένει σε κοιλότητες των βράχων από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού … Dictionary of Greek
αλόσανθον — ἁλόσανθον, το (Α) λεπτό αλάτι από θαλασσινό νερό, αφράλατο, αφράλα 2. αναλυτικά ἁλός + άνθος το φυτό αψίνθιον, αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς ός + ἄνθος. ΠΑΡ. αρχ. ἁλοσάνθινος] … Dictionary of Greek